σπασμός — convulsion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… … Dictionary of Greek
κλονικός σπασμός — Διαταραγμένη αντίδραση των μυών, κατά την οποία το τέντωμα προκαλεί μια σειρά γρήγορων μυϊκών συσπάσεων … Dictionary of Greek
σπασμοῖς — σπασμός convulsion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσι — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσιν — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοί — σπασμός convulsion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῦ — σπασμός convulsion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμούς — σπασμός convulsion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμῶν — σπασμός convulsion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)