σπασμός

σπασμός
ο
1. ακούσια συστολή μυών ή νεύρων.
2. απότομη και μικρής διάρκειας κίνηση: Όταν τον πιάνει η νευρική κρίση, καταλαμβάνεται από σπασμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπασμός — convulsion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… …   Dictionary of Greek

  • κλονικός σπασμός — Διαταραγμένη αντίδραση των μυών, κατά την οποία το τέντωμα προκαλεί μια σειρά γρήγορων μυϊκών συσπάσεων …   Dictionary of Greek

  • σπασμοῖς — σπασμός convulsion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῖσι — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῖσιν — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοί — σπασμός convulsion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῦ — σπασμός convulsion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμούς — σπασμός convulsion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμῶν — σπασμός convulsion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”